χρυσοβλέφαρος

χρυσοβλέφαρος
-η, -ο, Ν
(ποιητ. τ.) αυτός που έχει λαμπερά βλέφαρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)-* + βλέφαρο (πρβλ. καλλι-βλέφαρος). Το επίθ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χρυσοβλέφαρος — η, ο αυτός που τα βλέφαρά του έχουν χρυσωπό χρώμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βλέφαρο — το (AM βλέφαρον) κινητό κάλυμμα του ματιού που προφυλάσσει το ματόφυλλο μσν. νεοελλ. η έκφραση των ματιών νεοελλ..1. το μέτωπο αρχ. βλέφαρα τα μάτια 2. φρ. α) «ἁμέρας βλέφαρον» ήλιος β) «νυκτὸς βλέφαρον» η νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική, που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”